- ξελιγοθυμώ
- 1. συνεφέρω κάποιον από λιποθυμία2. μού περνάει η λιγοθυμιά, συνέρχομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + λιγοθυμώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξελιγοθύμημα — το [ξελιγοθυμώ] πάροδος λιποθυμίας, ανάκτηση τών αισθήσεων … Dictionary of Greek